- απολίνωση
- Το δέσιμο αιμοφόρου αγγείου με σκοπό τη διακοπή της ροής του αίματος. Η α. γίνεται σε περιπτώσεις αιμορραγίας, για τη θεραπεία ανευρυσμάτων και για την αναίμακτη διαίρεση τμημάτων των ιστών. Το νήμα που χρησιμοποιείται συνήθως για την περίδεση του αγγείου που αιμορραγεί είναι μετάξινο, σπανιότερα όμως, ιδίως για μολυσμένα τραύματα, χρησιμοποιείται η ζωική χορδή. Στο τμήμα της α. το αίμα θρομβώνεται και αργότερα αναπτύσσεται ουλή που φράζει οριστικά το αγγείο. Η πραγματοποίηση της α. σε ορισμένα αγγεία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, όπως π.χ. στην περίπτωση της κοινής καρωτίδας της αρτηρίας του μηρού ή της ιγνυακής αρτηρίας.
* * *η (Α ἀπολίνωσις)περίδεση ή περιρραφή (μέ ράμμα) αγγείου που αιμορραγεί.
Dictionary of Greek. 2013.