απολίνωση

απολίνωση
Το δέσιμο αιμοφόρου αγγείου με σκοπό τη διακοπή της ροής του αίματος. Η α. γίνεται σε περιπτώσεις αιμορραγίας, για τη θεραπεία ανευρυσμάτων και για την αναίμακτη διαίρεση τμημάτων των ιστών. Το νήμα που χρησιμοποιείται συνήθως για την περίδεση του αγγείου που αιμορραγεί είναι μετάξινο, σπανιότερα όμως, ιδίως για μολυσμένα τραύματα, χρησιμοποιείται η ζωική χορδή. Στο τμήμα της α. το αίμα θρομβώνεται και αργότερα αναπτύσσεται ουλή που φράζει οριστικά το αγγείο. Η πραγματοποίηση της α. σε ορισμένα αγγεία είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, όπως π.χ. στην περίπτωση της κοινής καρωτίδας της αρτηρίας του μηρού ή της ιγνυακής αρτηρίας.
* * *
η (Α ἀπολίνωσις)
περίδεση ή περιρραφή (μέ ράμμα) αγγείου που αιμορραγεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ομφαλορραγία — η ιατρ. αιμορραγία τού ομφαλού νεογνού, που προέρχεται συνήθως από ατελή απολίνωση τού ομφάλιου λώρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι «σπάω»), πρβλ. μητρορραγία] …   Dictionary of Greek

  • κιρσοί — Όρος ο οποίος υποδηλώνει τη μόνιμη διάταση, εξοίδηση, επιμήκυνση και περιέλιξη των φλεβών. Πρόκειται για εκφυλιστική βλάβη των φλεβών. Αίτια δημιουργίας των κ. είναι η συγγενής έλλειψη ή ανεπάρκεια των βαλβίδων των φλεβών, οι οποίες φυσιολογικά… …   Dictionary of Greek

  • Στάιναχ, Έιγκεν — (Steinach). Αυστριακός φυσιολόγος και βιολόγος (1861 1944). Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Στα 1886 89 ήταν επιμελητής του Ινστιτούτου Φυσιολογίας του πανεπιστήμιου του Ίνσμπρουκ. Το 1907 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Πράγας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”